- υπερπίνω
- Α [πίνω]πίνω περισσότερο από ό,τι πρέπει, παραπίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερπόθητον — ὑπερπίνω aor imperat 2nd dual ὑπερπίνω aor ind pass 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερπιόντες — ὑπερπίνω aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερποθῶ — ὑπερπίνω aor subj pass 1st sg (attic epic doric) ὑπερποθέω desire excessively pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑπερποθέω desire excessively pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… … Dictionary of Greek
ὑπερπίνειν — ὑπερπί̱νειν , ὑπερπίνω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)